σβολιάζω

σβολιάζω
σβόλιασα, σβολιασμένος
1. μτβ., μεταβάλλω σε σβόλους.
2. αμτβ., μεταβάλλομαι σε σβόλους: Σβολιάζει το χώμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σβολιάζω — σβολιάζω, σβόλιασα, σβολιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”